- πλαγιότιτλο(ν)
- το газетная статья с заголовком, расположенным сбоку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλαγιότιτλο — το, Ν μικρό άρθρο εφημερίδας με τον τίτλο του όχι πάνω αλλά δίπλα στο κείμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + τίτλος. Η λ., στον λόγιο τ. πλαγιότιτλον, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
πλαγιότιτλο — το μικρό άρθρο εφημερίδας που έχει τον τίτλο όχι πάνω, αλλά πλάι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… … Dictionary of Greek